Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεχωσμένος η ξεχωσμένη το ξεχωσμένο
      γενική του ξεχωσμένου της ξεχωσμένης του ξεχωσμένου
    αιτιατική τον ξεχωσμένο την ξεχωσμένη το ξεχωσμένο
     κλητική ξεχωσμένε ξεχωσμένη ξεχωσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεχωσμένοι οι ξεχωσμένες τα ξεχωσμένα
      γενική των ξεχωσμένων των ξεχωσμένων των ξεχωσμένων
    αιτιατική τους ξεχωσμένους τις ξεχωσμένες τα ξεχωσμένα
     κλητική ξεχωσμένοι ξεχωσμένες ξεχωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ξεχωσμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία