↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφτισμένος η ξεφτισμένη το ξεφτισμένο
      γενική του ξεφτισμένου της ξεφτισμένης του ξεφτισμένου
    αιτιατική τον ξεφτισμένο την ξεφτισμένη το ξεφτισμένο
     κλητική ξεφτισμένε ξεφτισμένη ξεφτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφτισμένοι οι ξεφτισμένες τα ξεφτισμένα
      γενική των ξεφτισμένων των ξεφτισμένων των ξεφτισμένων
    αιτιατική τους ξεφτισμένους τις ξεφτισμένες τα ξεφτισμένα
     κλητική ξεφτισμένοι ξεφτισμένες ξεφτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφτίζω

ξεφτισμένος, -η, -ο

  1. που έχει ξεφτίσει, φθαρεί
  2. που έχει υποβιβαστεί
  3. → δείτε τη λέξη ξεφτίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία