Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφτίζω < αρχαία ελληνική ἐκπτύω < πτύω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφτίζω

  1. (μεταβατικό) διαλύω κάτι σε ξέφτια, ξηλώνω
  2. (αμετάβατο) διαλύομαι κάτι σε ξέφτια, ξηλώνομαι
  3. (μεταφορικά) υποβιβάζω κάτι, μειώνω την αξία του

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία