ξεφτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφτίζω < αρχαία ελληνική ἐκπτύω < πτύω
Ρήμα
επεξεργασίαξεφτίζω
- (μεταβατικό) διαλύω κάτι σε ξέφτια, ξηλώνω
- (αμετάβατο) διαλύομαι κάτι σε ξέφτια, ξηλώνομαι
- (μεταφορικά) υποβιβάζω κάτι, μειώνω την αξία του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξέφτι
- ξεφτίδι
- ξεφτισμένος
- ξεφτώ
- → δείτε τη λέξη φτύνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφτίζω | ξέφτιζα | θα ξεφτίζω | να ξεφτίζω | ξεφτίζοντας | |
β' ενικ. | ξεφτίζεις | ξέφτιζες | θα ξεφτίζεις | να ξεφτίζεις | ξέφτιζε | |
γ' ενικ. | ξεφτίζει | ξέφτιζε | θα ξεφτίζει | να ξεφτίζει | ||
α' πληθ. | ξεφτίζουμε | ξεφτίζαμε | θα ξεφτίζουμε | να ξεφτίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεφτίζετε | ξεφτίζατε | θα ξεφτίζετε | να ξεφτίζετε | ξεφτίζετε | |
γ' πληθ. | ξεφτίζουν(ε) | ξέφτιζαν ξεφτίζαν(ε) |
θα ξεφτίζουν(ε) | να ξεφτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέφτισα | θα ξεφτίσω | να ξεφτίσω | ξεφτίσει | ||
β' ενικ. | ξέφτισες | θα ξεφτίσεις | να ξεφτίσεις | ξέφτισε | ||
γ' ενικ. | ξέφτισε | θα ξεφτίσει | να ξεφτίσει | |||
α' πληθ. | ξεφτίσαμε | θα ξεφτίσουμε | να ξεφτίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφτίσατε | θα ξεφτίσετε | να ξεφτίσετε | ξεφτίστε | ||
γ' πληθ. | ξέφτισαν ξεφτίσαν(ε) |
θα ξεφτίσουν(ε) | να ξεφτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφτίσει | είχα ξεφτίσει | θα έχω ξεφτίσει | να έχω ξεφτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφτίσει | είχες ξεφτίσει | θα έχεις ξεφτίσει | να έχεις ξεφτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφτίσει | είχε ξεφτίσει | θα έχει ξεφτίσει | να έχει ξεφτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφτίσει | είχαμε ξεφτίσει | θα έχουμε ξεφτίσει | να έχουμε ξεφτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφτίσει | είχατε ξεφτίσει | θα έχετε ξεφτίσει | να έχετε ξεφτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφτίσει | είχαν ξεφτίσει | θα έχουν ξεφτίσει | να έχουν ξεφτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεφτίζω