Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεστρατισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεστρατισμέν
ος
η
ξεστρατισμέν
η
το
ξεστρατισμέν
ο
γενική
του
ξεστρατισμέν
ου
της
ξεστρατισμέν
ης
του
ξεστρατισμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεστρατισμέν
ο
την
ξεστρατισμέν
η
το
ξεστρατισμέν
ο
κλητική
ξεστρατισμέν
ε
ξεστρατισμέν
η
ξεστρατισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεστρατισμέν
οι
οι
ξεστρατισμέν
ες
τα
ξεστρατισμέν
α
γενική
των
ξεστρατισμέν
ων
των
ξεστρατισμέν
ων
των
ξεστρατισμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεστρατισμέν
ους
τις
ξεστρατισμέν
ες
τα
ξεστρατισμέν
α
κλητική
ξεστρατισμέν
οι
ξεστρατισμέν
ες
ξεστρατισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεστρατισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξεστρατίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ξεστρατισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξεστρατίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεστρατισμένος
αγγλικά
:
?
(en)
·
στρατιωτικό ή λαϊκότροπο
:
AWOL
(en)
(absent without (official) leave, to go AWOL)