ξεπροβοδισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.pɾo.vo.ðiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐προ‐βο‐δι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ξεπροβοδισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεπροβοδώ ή ξεπροβοδίζω και ξεπροβοδώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεπροβοδισμένος
|