ξεμοναχιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεμοναχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμοναχιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαξεμοναχιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεμοναχιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεμοναχιασμένος
|
ξεμοναχιασμένος, -η, -ο
|