ξεμοναχιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαξεμοναχιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ξεμοναχιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ξεμοναχιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξεμοναχιασμένος