Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμοναχιάζω < ξε- + μονάχος + -ιάζω

ξεμοναχιάζω, πρτ.: ξεμονάχιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεμοναχιάσω, αόρ.: ξεμονάχιασα, παθ.φωνή: ξεμοναχιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεμοναχιασμένος

  • απομακρύνω κάποιον από τους άλλους ανθρώπους επιδιώκοντας να βρεθώ μόνος μαζί του

Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία