ξεμονάχιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεμονάχιασμα < ξεμοναχιάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεμονάχιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω / ξεμοναχιάζομαι
- (στον πληθυντικό) οι κατ' ιδίαν συναντήσεις, ιδίως οι ερωτικές
- άσε τα ξεμοναχιάσματα με την κόρη μου, γιατί δε θα σου βγουν σε καλό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεμονάχιασμα
|