Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμονάχιασμα τα ξεμοναχιάσματα
      γενική του ξεμοναχιάσματος των ξεμοναχιασμάτων
    αιτιατική το ξεμονάχιασμα τα ξεμοναχιάσματα
     κλητική ξεμονάχιασμα ξεμοναχιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμονάχιασμα < ξεμοναχιάζω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεμονάχιασμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω / ξεμοναχιάζομαι
  2. (στον πληθυντικό) οι κατ' ιδίαν συναντήσεις, ιδίως οι ερωτικές
    άσε τα ξεμοναχιάσματα με την κόρη μου, γιατί δε θα σου βγουν σε καλό

  Μεταφράσεις επεξεργασία