Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανθισμένος η ξανθισμένη το ξανθισμένο
      γενική του ξανθισμένου της ξανθισμένης του ξανθισμένου
    αιτιατική τον ξανθισμένο την ξανθισμένη το ξανθισμένο
     κλητική ξανθισμένε ξανθισμένη ξανθισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανθισμένοι οι ξανθισμένες τα ξανθισμένα
      γενική των ξανθισμένων των ξανθισμένων των ξανθισμένων
    αιτιατική τους ξανθισμένους τις ξανθισμένες τα ξανθισμένα
     κλητική ξανθισμένοι ξανθισμένες ξανθισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξανθίζω και ξανθαίνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξανθισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία