ξανθέλασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξανθέλασμα < απόδοση της λέξης xanthelasma < ξανθός + ἔλασμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξανθέλασμα ουδέτερο
- εναπόθεση και συσσώρευση κυττάρων πλούσιων σε χοληστερόλη στην περιοχή των ματιών εξαιτίας υπερλιπιδαιμίας και άλλων παθήσεων
- Το ξανθέλασμα λέγεται ξάνθωμα όταν μεγαλώνει αλλά πολλοί το θεωρούν ούτως ή άλλως τύπο ξανθώματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξανθέλασμα