υπερλιπιδαιμία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερλιπιδαιμία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερλιπιδαιμία θηλυκό (πληθυντικός : πληθυντικός_της_λέξης)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπερλιπιδαιμία
|
υπερλιπιδαιμία θηλυκό (πληθυντικός : πληθυντικός_της_λέξης)
|