↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναμωραμένος η ξαναμωραμένη το ξαναμωραμένο
      γενική του ξαναμωραμένου της ξαναμωραμένης του ξαναμωραμένου
    αιτιατική τον ξαναμωραμένο την ξαναμωραμένη το ξαναμωραμένο
     κλητική ξαναμωραμένε ξαναμωραμένη ξαναμωραμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναμωραμένοι οι ξαναμωραμένες τα ξαναμωραμένα
      γενική των ξαναμωραμένων των ξαναμωραμένων των ξαναμωραμένων
    αιτιατική τους ξαναμωραμένους τις ξαναμωραμένες τα ξαναμωραμένα
     κλητική ξαναμωραμένοι ξαναμωραμένες ξαναμωραμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναμωραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναμωραίνομαι

ξαναμωραμένος, -η, -ο ( & ξεμωραμένος)

  1. (μειωτικό) ο ηλικιωμένος που παρουσιάζει συμπτώματα άνοιας
  2. (μειωτικό) ο ηλικιωμένος ή μεσήλικας που ενεργεί με τρόπο τον οποίο οι άλλοι θεωρούν ανάρμοστο για την ηλικία του
    Α, τον ξεμωραμένο! Στο τέλος θα γράψει και το σπίτι του στην πιτσιρίκα που του τα μασάει

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία