ξαλμυρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαλμυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαλμυρίζω
Μετοχή επεξεργασία
ξαλμυρισμένος, -η, -ο (& ξαρμυρισμένος)
- → δείτε τη λέξη ξαλμυρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαλμυρισμένος
|