ξαλμυρισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ξαλμυρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ξαλμυρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ξαλμυρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξαλμυρισμένος