Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαλμυρίζω < ξε- + αλμυρός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαλμυρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία