↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξίκικος η ξίκικη το ξίκικο
      γενική του ξίκικου της ξίκικης του ξίκικου
    αιτιατική τον ξίκικο την ξίκικη το ξίκικο
     κλητική ξίκικε ξίκικη ξίκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξίκικοι οι ξίκικες τα ξίκικα
      γενική των ξίκικων των ξίκικων των ξίκικων
    αιτιατική τους ξίκικους τις ξίκικες τα ξίκικα
     κλητική ξίκικοι ξίκικες ξίκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξίκικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική eksik

  Επίθετο

επεξεργασία

ξίκικος, -η, -ο

  • που του λείπει ένα μέρος του κανονικού βάρους

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία