ξίκικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξίκικος | η | ξίκικη | το | ξίκικο |
γενική | του | ξίκικου | της | ξίκικης | του | ξίκικου |
αιτιατική | τον | ξίκικο | την | ξίκικη | το | ξίκικο |
κλητική | ξίκικε | ξίκικη | ξίκικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξίκικοι | οι | ξίκικες | τα | ξίκικα |
γενική | των | ξίκικων | των | ξίκικων | των | ξίκικων |
αιτιατική | τους | ξίκικους | τις | ξίκικες | τα | ξίκικα |
κλητική | ξίκικοι | ξίκικες | ξίκικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξίκικος < (άμεσο δάνειο) τουρκική eksik
Επίθετο
επεξεργασίαξίκικος, -η, -ο
- που του λείπει ένα μέρος του κανονικού βάρους