ξέπνοος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξέπνοος | η | ξέπνοη | το | ξέπνοο |
γενική | του | ξέπνοου | της | ξέπνοης | του | ξέπνοου |
αιτιατική | τον | ξέπνοο | την | ξέπνοη | το | ξέπνοο |
κλητική | ξέπνοε | ξέπνοη | ξέπνοο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξέπνοοι | οι | ξέπνοες | τα | ξέπνοα |
γενική | των | ξέπνοων | των | ξέπνοων | των | ξέπνοων |
αιτιατική | τους | ξέπνοους | τις | ξέπνοες | τα | ξέπνοα |
κλητική | ξέπνοοι | ξέπνοες | ξέπνοα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξέπνοος < αρχαία ελληνική ἔκπνοος-ἔκπνους
Επίθετο
επεξεργασίαξέπνοος, -η, -ο
- χωρίς πνοή
- Ο δρομέας έφτασε ξέπνοος στο τερματισμό
- άτονος, αδύναμος
- Έκανε μια ξέπνοη προσπάθεια να τη συγκρατήσει, αλλά κατά βάθος..