Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέπνοος η ξέπνοη το ξέπνοο
      γενική του ξέπνοου της ξέπνοης του ξέπνοου
    αιτιατική τον ξέπνοο την ξέπνοη το ξέπνοο
     κλητική ξέπνοε ξέπνοη ξέπνοο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέπνοοι οι ξέπνοες τα ξέπνοα
      γενική των ξέπνοων των ξέπνοων των ξέπνοων
    αιτιατική τους ξέπνοους τις ξέπνοες τα ξέπνοα
     κλητική ξέπνοοι ξέπνοες ξέπνοα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέπνοος < αρχαία ελληνική ἔκπνοος-ἔκπνους

  Επίθετο επεξεργασία

ξέπνοος, -η, -ο

  1. χωρίς πνοή
    Ο δρομέας έφτασε ξέπνοος στο τερματισμό
  2. άτονος, αδύναμος
    Έκανε μια ξέπνοη προσπάθεια να τη συγκρατήσει, αλλά κατά βάθος..

  Μεταφράσεις επεξεργασία