Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέπνοα < ξέπνοος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ξέπνοα

  1. χωρίς ένταση, χωρίς δυνάμεις
    ...μιλούσε ξέπνοα, νόμιζα ότι ήταν στα τελευταία της

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ξέπνοα