ξέπνοα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξέπνοα < ξέπνοος
Επίρρημα
επεξεργασίαξέπνοα
- χωρίς ένταση, χωρίς δυνάμεις
- ...μιλούσε ξέπνοα, νόμιζα ότι ήταν στα τελευταία της
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέπνοα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξέπνοα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξέπνοο