νυμφαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νυμφαίος | η | νυμφαία | το | νυμφαίο |
γενική | του | νυμφαίου | της | νυμφαίας | του | νυμφαίου |
αιτιατική | τον | νυμφαίο | τη | νυμφαία | το | νυμφαίο |
κλητική | νυμφαίε | νυμφαία | νυμφαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νυμφαίοι | οι | νυμφαίες | τα | νυμφαία |
γενική | των | νυμφαίων | των | νυμφαίων | των | νυμφαίων |
αιτιατική | τους | νυμφαίους | τις | νυμφαίες | τα | νυμφαία |
κλητική | νυμφαίοι | νυμφαίες | νυμφαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυμφαίος < αρχαία ελληνική νυμφαῖος < νύμφη / Νύμφη
Επίθετο επεξεργασία
νυμφαίος
- που έχει σχέση με τις αρχαίες νύμφες / Νύμφες ή αναφέρεται σ’ αυτές
- (ουσιαστικοποιημένο) νυμφαίο: ιερό των αρχαίων νυμφών / Νυμφών
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυμφαίος
|