Δείτε επίσης: Νυμφαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νυμφαῖος νυμφαί τὸ νυμφαῖον
      γενική τοῦ νυμφαίου τῆς νυμφαίᾱς τοῦ νυμφαίου
      δοτική τῷ νυμφαί τῇ νυμφαί τῷ νυμφαί
    αιτιατική τὸν νυμφαῖον τὴν νυμφαίᾱν τὸ νυμφαῖον
     κλητική ! νυμφαῖε νυμφαί νυμφαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νυμφαῖοι αἱ νυμφαῖαι τὰ νυμφαῖ
      γενική τῶν νυμφαίων τῶν νυμφαίων τῶν νυμφαίων
      δοτική τοῖς νυμφαίοις ταῖς νυμφαίαις τοῖς νυμφαίοις
    αιτιατική τοὺς νυμφαίους τὰς νυμφαίᾱς τὰ νυμφαῖ
     κλητική ! νυμφαῖοι νυμφαῖαι νυμφαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νυμφαίω τὼ νυμφαί τὼ νυμφαίω
      γεν-δοτ τοῖν νυμφαίοιν τοῖν νυμφαίαιν τοῖν νυμφαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυμφαῖος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

νυμφαῖος, -α, -ον

  1. που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στις Νύμφες
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 447 @scaife.perseus
    Νυμφαίας σκοπιὰς
    ※  Χρησμός της Πυθίας, στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 14ο, επίγραμμα 71 @books.google.gr
    Ἁγνός εἰς τέμενος καθαροῦ, ξένε, δαίμονος ἔρχου
    ψυχὴν, νυμφαίου νάματος ἁψάμενος·
    ὡς ἀγαθοῖς κεῖται βαιὴ λιβάς· ἄνδρα δὲ φαῦλον
    οὐδ' ἂν ὁ πᾶς νίψαι νάμασιν Ὠκεανός.
  2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό): → δείτε τη λέξη νυμφαῖον

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • νυμφαία πτέρις: φυτό δρυοπτερίς, φυτό θηλυπτερίς
    ※  2ος↓ αιώνας Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 3.132.1, @scaife.perseus
    νυμφαία· φύεται ἐν ἕλεσι καὶ ὕδασι στασίμοις. φύλλα δὲ ἔχει ὅμοια κιβωρίῳ, μικρότερα δὲ καὶ ἐπιμηκέστερα, ποσῶς ὑπερέχοντα τοῦ ὕδατος, τὰ δὲ καὶ ἐν αὐτῷ τῳ ὕδατι, πλείονα ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζῃς, ἄνθος δὲ λευκόν, ὅμοιον κρίνῳ, ἔχον κροκῶδες τὸ μέσον·
    ※  2ος↓ αιώνας Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 3.132.3, @scaife.perseus
    γίνεται καὶ ἄλλη νυμφαία, φύλλα ἔχουσα ὅμοια τῇ προειρημένῃ, ῥίζαν μέντοι λευκὴν καὶ τραχεῖαν, ἄνθος μήλινον, στίλβον, ὅμοιον ῥόδῳ.
    ※  2ος↓ αιώνας Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 4.134.185, @scaife.perseus
    θηλυπτερίς· οἱ δὲ νυμφαίαν πτέριν ὀνομάζουσι.
  • νυμφαία λιβάς: καθαρό νερό από την πηγή

  Πηγές επεξεργασία