νυμφαῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | νυμφαῖον | τὰ | νυμφαῖᾰ |
γενική | τοῦ | νυμφαίου | τῶν | νυμφαίων |
δοτική | τῷ | νυμφαίῳ | τοῖς | νυμφαίοις |
αιτιατική | τὸ | νυμφαῖον | τὰ | νυμφαῖᾰ |
κλητική ὦ! | νυμφαῖον | νυμφαῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυμφαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νυμφαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νυμφαῖον (ελληνιστική κοινή) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νυμφαῖος (αρχαία ελληνικά). Εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό ἱερόν.
Ουσιαστικό
επεξεργασίανυμφαῖον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) νυμφαίο, ιερό αφιερωμένο στις Νύμφες
- (ελληνιστική κοινή) κρήνη, βρύση
- (στον πληθυντικό ως κύριο όνομα) (τὰ Νυμφαῖα): εορτή προς τιμήν των Νυμφών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανυμφαῖον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του νυμφαῖος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νυμφαῖος
Πηγές
επεξεργασία- νυμφαῖον, νυμφαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.