↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντοπαρισμένος η ντοπαρισμένη το ντοπαρισμένο
      γενική του ντοπαρισμένου της ντοπαρισμένης του ντοπαρισμένου
    αιτιατική τον ντοπαρισμένο την ντοπαρισμένη το ντοπαρισμένο
     κλητική ντοπαρισμένε ντοπαρισμένη ντοπαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντοπαρισμένοι οι ντοπαρισμένες τα ντοπαρισμένα
      γενική των ντοπαρισμένων των ντοπαρισμένων των ντοπαρισμένων
    αιτιατική τους ντοπαρισμένους τις ντοπαρισμένες τα ντοπαρισμένα
     κλητική ντοπαρισμένοι ντοπαρισμένες ντοπαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντοπαρισμένος < ντοπάρω

ντοπαρισμένος

  • (αθλητισμός) αυτός που έχει λάβει διάφορες ουσίες με σκοπό τη βελτίωση των αθλητικών του επιδόσεων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία