Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντοπαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ντοπαρισμέν
ος
η
ντοπαρισμέν
η
το
ντοπαρισμέν
ο
γενική
του
ντοπαρισμέν
ου
της
ντοπαρισμέν
ης
του
ντοπαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
ντοπαρισμέν
ο
την
ντοπαρισμέν
η
το
ντοπαρισμέν
ο
κλητική
ντοπαρισμέν
ε
ντοπαρισμέν
η
ντοπαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ντοπαρισμέν
οι
οι
ντοπαρισμέν
ες
τα
ντοπαρισμέν
α
γενική
των
ντοπαρισμέν
ων
των
ντοπαρισμέν
ων
των
ντοπαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
ντοπαρισμέν
ους
τις
ντοπαρισμέν
ες
τα
ντοπαρισμέν
α
κλητική
ντοπαρισμέν
οι
ντοπαρισμέν
ες
ντοπαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντοπαρισμένος
<
ντοπάρω
Μετοχή
επεξεργασία
ντοπαρισμένος
(
αθλητισμός
) αυτός που έχει λάβει διάφορες ουσίες με σκοπό τη βελτίωση των αθλητικών του επιδόσεων
Συνώνυμα
επεξεργασία
ντοπέ
Συγγενικά
επεξεργασία
ντοπάρω
ντοπάρισμα
ντοπέ
ντόπινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντοπαρισμένος
γαλλικά
:
dopé
(fr)