Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντοπέ < γαλλική dopé, ντοπαρισμένος

  Επίθετο επεξεργασία

ντοπέ άκλιτο

→ δείτε τη λέξη  ντοπαρισμένος