Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντοπάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντοπάρω
<
αγγλική
dope
Ρήμα
επεξεργασία
ντοπάρω
(
αθλητισμός
) δίνω σε κάποιον χημικές ουσίες (μέσω της διατροφής) που βελτιώνουν τις
αθλητικές
επιδόσεις του
εξάπτω
Συγγενικά
επεξεργασία
ντοπέ
ντοπάρισμα
ντοπαρισμένος
ντόπινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντοπάρω
αγγλικά
:
dope
(en)
γαλλικά
:
doper
(fr)