Ετυμολογία

επεξεργασία
ντοπάρω < αγγλική dope

ντοπάρω

  1. (αθλητισμός) δίνω σε κάποιον χημικές ουσίες (μέσω της διατροφής) που βελτιώνουν τις αθλητικές επιδόσεις του
  2. εξάπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία