Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντόπινγκ < αγγλική doping < dope

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντόπινγκ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία