Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντόπινγκ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντόπινγκ
<
αγγλική
doping
<
dope
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ντόπινγκ
ουδέτερο
άκλιτο
(
αθλητισμός
) η
χορήγηση
σε κάποιον χημικών ουσιών με σκοπό τη
βελτίωση
των
αθλητικών
του επιδόσεων
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ντόπιγκ
Συνώνυμα
επεξεργασία
ντοπάρισμα
φαρμακοδιέγερση
Συγγενικά
επεξεργασία
ντόπα
ντοπέ
ντοπάρισμα
ντοπαρισμένος
ντοπάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντόπινγκ
αγγλικά
:
doping
(en)
γαλλικά
:
dopage
(fr)
,
doping
(fr)