Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντόπα οι ντόπες
      γενική της ντόπας
    αιτιατική την ντόπα τις ντόπες
     κλητική ντόπα ντόπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντόπα < αγγλική dope

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντόπα θηλυκό

  1. το ναρκωτικό
  2. (μεταφορικά) κάτι που διεγείρει ένα συγκεκριμένο άτομο
  3. το ντοπάρισμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία