ντοπαμίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντοπαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: dopamine < dopa (< dihydroxyphenylalanine) + -amine (< λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
: jmn
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /do.paˈmi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντο‐πα‐μί‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντοπαμίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, φαρμακευτική οργανική ουσία (C8H11NO2) που δρα ως νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο και χρησιμοποιείται από τα νευρικά κύτταρα, για να επικοινωνούν μεταξύ τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ντοπαμίνη στη Βικιπαίδεια