Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντοπαμίνη οι ντοπαμίνες
      γενική της ντοπαμίνης των ντοπαμινών
    αιτιατική την ντοπαμίνη τις ντοπαμίνες
     κλητική ντοπαμίνη ντοπαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντοπαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: dopamine < dopa (< dihydroxyphenylalanine) +‎ -amine (< λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
imn
n
A40
: jmn

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /do.paˈmi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντο‐πα‐μί‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντοπαμίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία