ντοκουμενταρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντοκουμενταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντοκουμεντάρω
Μετοχή
επεξεργασίαντοκουμενταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ντοκουμεντάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντοκουμενταρισμένος
|