ντοκουμεντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντοκουμεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική documentare
Ρήμα
επεξεργασίαντοκουμεντάρω
- προσθέτω ντοκουμέντα, τεκμήρια στην έκφρασή μου με σκοπό την υποστήριξη της γνώμης μου
ντοκουμεντάρω