ντοκουμενταρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαντοκουμενταρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ντοκουμενταρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ντοκουμενταρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ντοκουμενταρισμένος