ντοκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dock < μέση αγγλική dock < μέση ολλανδική docke < μεσαιωνική λατινική ducta / ductus < λατινική duco < πρωτοϊταλική *doukō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déwkti < *dewk- (οδηγώ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντοκ ουδέτερο άκλιτο
- (ναυτικός όρος) το τμήμα σε ένα εμπορικό λιμάνι μεταξύ των προβλητών των πλοίων και του κεντρικού κρηπιδώματος, όπου γίνεται η φόρτωση ή η εκφόρτωση των προϊόντων