• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

νηοδόχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηοδόχος οι νηοδόχοι
      γενική της νηοδόχου των νηοδόχων
    αιτιατική τη νηοδόχο τις νηοδόχους
     κλητική νηοδόχε
(νηοδόχο)
νηοδόχοι
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

νηοδόχος < νηο- (< αρχαία ελληνική ναῦς) + -δόχος (< αρχαία ελληνική δέχομαι), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dock

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

νηοδόχος θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του νεωδόχος, το ντοκ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    νηοδόχος
  • → δείτε τη λέξη ντοκ
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=νηοδόχος&oldid=5121215"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιουνίου 2021, στις 17:18
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιουνίου 2021, στις 17:18.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie