↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντιβιζιονισμός οι ντιβιζιονισμοί
      γενική του ντιβιζιονισμού των ντιβιζιονισμών
    αιτιατική τον ντιβιζιονισμό τους ντιβιζιονισμούς
     κλητική ντιβιζιονισμέ ντιβιζιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντιβιζιονισμός < γαλλική divisionnisme < division + -isme < λατινική divisio < divido

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντιβιζιονισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία