πουαντιγισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πουαντιγισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pointillisme < pointiller < point < λατινική punctum < punctus < pungo
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pu.a.di.ʝiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐α‐ντι‐γι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πουαντιγισμός αρσενικό
- (ζωγραφική) άλλη μορφή του πουαντιλισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πουαντιγισμός
|