Ετυμολογία

επεξεργασία
divido < divid- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική divido dividoj
αιτιατική dividon dividojn

divido (eo)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

divido (io)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
divido < λείπει η ετυμολογία

divido (la)