↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντερμπεντέρης οι ντερμπεντέρηδες
      γενική του ντερμπεντέρη των ντερμπεντέρηδων
    αιτιατική τον ντερμπεντέρη τους ντερμπεντέρηδες
     κλητική ντερμπεντέρη ντερμπεντέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντερμπεντέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική derbeder + -ης < περσική دربدر (dar-ba-dar, αλήτης, πόρτα σε πόρτα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντερμπεντέρης αρσενικό (θηλυκό: ντερμπεντέρισσα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία