ντερμπεντέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντερμπεντέρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική derbeder + -ης < περσική دربدر (dar-ba-dar, αλήτης, πόρτα σε πόρτα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντερμπεντέρης αρσενικό (θηλυκό: ντερμπεντέρισσα)
- (λαϊκότροπο) με σωστή συμπεριφορά, λεβέντης, ανοιχτόκαρδος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντερμπεντέρης
|