ντερμπεντέρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντερμπεντέρικος < ντερμπεντέρης + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
ντερμπεντέρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με τον ντερμπεντέρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντερμπεντέρικος
|