ντερμπεντέρικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντερμπεντέρικα < ντερμπεντέρικος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ντερμπεντέρικα
- (λαϊκότροπο) με σωστή συμπεριφορά, λεβέντικα, ανοιχτόκαρδα, τίμια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντερμπεντέρικα
|