Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντατούρα οι ντατούρες
      γενική της ντατούρας
    αιτιατική την ντατούρα τις ντατούρες
     κλητική ντατούρα ντατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ντατούρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντατούρα < νεολατινική datura < χίντι धतूरा < σανσκριτική धत्तूर (dhattūra)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντατούρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία