• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ντατούρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντατούρα οι ντατούρες
      γενική της ντατούρας —
    αιτιατική την ντατούρα τις ντατούρες
     κλητική ντατούρα ντατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ντατούρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
ντατούρα < νεολατινική datura < χίντι धतूरा < σανσκριτική धत्तूर (dhattūra)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντατούρα θηλυκό

  • (βοτανική) γένος τοξικών ανθοφόρων φυτών της οικογένειας Στρυχνοειδή (Solanaceae)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • δατούρα

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • βρομόχορτο
  • διαβολόχορτο
  • πορδόχορτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ντατούρα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ντατούρα
  • αγγλικά : datura (en)
  • γαλλικά : datura (fr)
  • γερμανικά : Datura (de)
  • πολωνικά : bieluń (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ντατούρα&oldid=7124223"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:48

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 17:48. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας