• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δατούρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δατούρα οι δατούρες
      γενική της δατούρας —
    αιτιατική τη δατούρα τις δατούρες
     κλητική δατούρα δατούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δατούρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
δατούρα < νεολατινική datura < χίντι धतूरा < σανσκριτική धत्तूर (dhattūra)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δατούρα θηλυκό

  • (βοτανική) άλλη μορφή του ντατούρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δατούρα
  • → δείτε τη λέξη ντατούρα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δατούρα&oldid=5686108"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Μαΐου 2023, στις 19:54

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Μαΐου 2023, στις 19:54. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας