Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουκλεοπρωτεΐνη οι νουκλεοπρωτεΐνες
      γενική της νουκλεοπρωτεΐνης των νουκλεοπρωτεϊνών
    αιτιατική τη νουκλεοπρωτεΐνη τις νουκλεοπρωτεΐνες
     κλητική νουκλεοπρωτεΐνη νουκλεοπρωτεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νουκλεοπρωτεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nucleoprotein[1] < nuclein[2] +‎ protein[3] ή < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nucléoprotéine[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νουκλεοπρωτεΐνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 νουκλεοπρωτεΐνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. < γερμανική Nuclein < λατινική nucleus (πυρήνας) < υποκοριστικό του nux < πρωτοϊταλική *knuks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *knew-
  3. < γερμανική Protein < αρχαία ελληνική πρῶτος