πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νουκλεοπρωτεΐνη οι νουκλεοπρωτεΐνες
      γενική της νουκλεοπρωτεΐνης των νουκλεοπρωτεϊνών
    αιτιατική τη νουκλεοπρωτεΐνη τις νουκλεοπρωτεΐνες
     κλητική νουκλεοπρωτεΐνη νουκλεοπρωτεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νουκλεοπρωτεΐνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 νουκλεοπρωτεΐνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. < γερμανική Nuclein < λατινική nucleus (πυρήνας) < υποκοριστικό του nux < πρωτοϊταλική *knuks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *knew-
  3. < γερμανική Protein < αρχαία ελληνική πρῶτος