νομομηχανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.mo.mi.xa.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μο‐μη‐χα‐νι‐κός
Ουσιαστικό επεξεργασία
νομομηχανικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) μηχανικός ο οποίος έχει υπό την επίβλεψή του τα τεχνικά έργα που πραγματοποιούνται από το δημόσιο σε επίπεδο νομού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομομηχανικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νομομηχανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας