Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νομομηχανικός οι νομομηχανικοί
      γενική του/της νομομηχανικού των νομομηχανικών
    αιτιατική τον/τη νομομηχανικό τους/τις νομομηχανικούς
     κλητική νομομηχανικέ νομομηχανικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομομηχανικός < νομο- + μηχανικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /no.mo.mi.xa.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐μο‐μη‐χα‐νι‐κός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομομηχανικός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία