Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομομαθής η νομομαθής το νομομαθές
      γενική του νομομαθούς* της νομομαθούς του νομομαθούς
    αιτιατική τον νομομαθή τη νομομαθή το νομομαθές
     κλητική νομομαθή(ς) νομομαθής νομομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομομαθείς οι νομομαθείς τα νομομαθή
      γενική των νομομαθών των νομομαθών των νομομαθών
    αιτιατική τους νομομαθείς τις νομομαθείς τα νομομαθή
     κλητική νομομαθείς νομομαθείς νομομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομομαθής < (ελληνιστική κοινήνομομαθής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νομομαθής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία