νομομάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νομομάθεια | οι | νομομάθειες |
γενική | της | νομομάθειας | των | νομομαθειών |
αιτιατική | τη | νομομάθεια | τις | νομομάθειες |
κλητική | νομομάθεια | νομομάθειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νομομάθεια < (ελληνιστική κοινή) νομομάθεια < νομομαθής
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομομάθεια θηλυκό
- (νομικός όρος) η ιδιότητα του νομομαθούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομομάθεια
|