νεώλκηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νεώλκηση | οι | νεωλκήσεις |
γενική | της | νεώλκησης* | των | νεωλκήσεων |
αιτιατική | τη | νεώλκηση | τις | νεωλκήσεις |
κλητική | νεώλκηση | νεωλκήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεωλκήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεώλκηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα νεώλκη(σις) + -ση < → δείτε νεω- και έλκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈol.ci.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ώλ‐κη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεώλκηση θηλυκό [1]
- (ναυτικός όρος, λόγιο) η ενέργεια του νεωλκώ, η εργασία της ανέλκυσης στη ξηρά [2]
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεώλκηση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανελκώ (& ανέλκηση) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ νεώλκησις - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .