νεφρολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεφρολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική néphrologue < αρχαία ελληνική νεφρός + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεφρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ιατρός που έχει σπουδάσει και ασκεί τη νεφρολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- νεφρολογία
- νεφρολογικός
- → δείτε τις λέξεις νεφρός και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεφρολόγος
|