νεφρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νεφρολογία (μαρτυρείται από το 1861)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νεφρολογία θηλυκό
- ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με το νεφρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεφρολογία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ νεφρολογία, σελ.696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου