↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεφελοποίηση οι νεφελοποιήσεις
      γενική της νεφελοποίησης* των νεφελοποιήσεων
    αιτιατική τη νεφελοποίηση τις νεφελοποιήσεις
     κλητική νεφελοποίηση νεφελοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεφελοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεφελοποίηση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nébulisation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεφελοποίηση θηλυκό

  1. (τεχνολογία, ιατρική) μετατροπή υγρού σε λεπτότατο σπρέι, σε μορφή νέφους, η εκνέφωση
  2. (τεχνολογία, ιατρική, συνεκδοχικά) θεραπευτική μέθοδος με ψεκασμό μιας φαρμακευτικής ουσίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • νεφελοποίησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)