↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροφυσιολογικός η νευροφυσιολογική το νευροφυσιολογικό
      γενική του νευροφυσιολογικού της νευροφυσιολογικής του νευροφυσιολογικού
    αιτιατική τον νευροφυσιολογικό τη νευροφυσιολογική το νευροφυσιολογικό
     κλητική νευροφυσιολογικέ νευροφυσιολογική νευροφυσιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροφυσιολογικοί οι νευροφυσιολογικές τα νευροφυσιολογικά
      γενική των νευροφυσιολογικών των νευροφυσιολογικών των νευροφυσιολογικών
    αιτιατική τους νευροφυσιολογικούς τις νευροφυσιολογικές τα νευροφυσιολογικά
     κλητική νευροφυσιολογικοί νευροφυσιολογικές νευροφυσιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νευροφυσιολογικός < αγγλική neurophysiological.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε νευροφυσιολογ(ία) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.vɾo.fi.si.o.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευ‐ρο‐φυ‐σι‐ο‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

νευροφυσιολογικός, -ή, -ό

  • (ιατρική) ο σχετικός με τη νευροφυσιολογία
    ※  Ένας νευροφυσιολογικός «βηματοδότης» ­ βρόχος ανάδρασης ­ του οποίου η δυναμική εκπηγάζει από ειδικά νευρωνικά κέντρα του θαλάμου (the «thalamocortical» pacemaker), που εξικνείται μέχρι των νευρωνικών δικτύων του φλοιού και επιστρέφει στον θάλαμο, είναι υπεύθυνος για την εκ περιτροπής στον χρόνο «αναζωπύρωση» των καθ’ έκαστα συνυπαρχουσών μνημών – κατηγοριών – χαοτικών ελκυστών.
    Ι. Σ. Νικολής, Η χαοτική δυναμική στην ιατρική, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. νευροφυσιολογικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)